- Πτολεμαικῶν
- ΠτολεμαικῶνΠτολεμαϊκῶν , Πτολεμαικόςof Ptolemy: fem gen plΠτολεμαϊκῶν , Πτολεμαικόςof Ptolemy: masc /neut gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Πτολεμαικῶν — Πτολεμαϊκῶν , Πτολεμαικός of Ptolemy fem gen pl Πτολεμαϊκῶν , Πτολεμαικός of Ptolemy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτολεμαϊκός — ή, ό / πτολεμαϊκός, ή, όν, ΝΑ [Πτολεμαῑος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πτολεμαίο Α ή στη δυναστεία τών Πτολεμαίων τής Αιγύπτου (α. «πτολεμαϊκοί χρόνοι» β. «ὅπλων πτολεμαϊκών τὰ κράτιστα», ΠΔ γ. «πτολεμαϊκὸν νόμισμα», πάπ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek